ερίγδουπος

ερίγδουπος
ἐρίγδουπος, -ον (Α)
(κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.)
βλ. και ερίδουπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + γδούπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐρίγδουπος — loud sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίγδουπον — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem acc sg ἐρίγδουπος loud sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριγδούποιο — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριγδούποισι — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριγδούπου — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριγδούπους — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριγδούπων — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίγδουπε — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίγδουποι — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίδουπος — ἐρίδουπος, ον (Α) (για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίγδουπος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”